εὐθυμῇ

εὐθυμῇ
εὐθῡμῇ , εὐθυμέω
to be of good cheer
pres subj mp 2nd sg
εὐθῡμῇ , εὐθυμέω
to be of good cheer
pres ind mp 2nd sg
εὐθῡμῇ , εὐθυμέω
to be of good cheer
pres subj act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Λέχαρ, Φραντς — (Franz Lehàr, Καμάρομ 1870 – Μπαντ Ισλ 1948). Ούγγρος μουσικοσυνθέτης. Ακολούθησε μουσικές σπουδές στη Βουδαπέστη και τις ολοκλήρωσε στην Πράγα το 1888. Ξεκίνησε ως διευθυντής στρατιωτικής μπάντας, όπως και ο πατέρας του. Υπήρξε μουσικός με… …   Dictionary of Greek

  • Ψαρομαχία — Ποίημα του κύκλου των ομηρικών ύμνων με υπόθεση παράλληλη με τη Bατραχομυομαχία. Πρόκειται για ευτράπελη παρωδία, εμπνευσμένη από τη ζωή των ψαριών. * * * η, ΝΑ (αρχ. ελλ. φιλολ.) ποίημα τού κύκλου τών ομηρικών ύμνων και παιγνίων με θέμα τη ζωή… …   Dictionary of Greek

  • ακαλοκάρδιστος — η, ο [καλοκαρδίζω] όποιος δεν είναι καλοκαρδισμένος, δεν έχει εύθυμη διάθεση, δεν έχει νιώσει χαρές, βασανισμένος …   Dictionary of Greek

  • αρκούδι — Ονομασία δύο μικρών νησιών. Το ένα βρίσκεται στο Ιόνιο πέλαγος, σε απόσταση περίπου 2,5 μιλίων από την Ιθάκη και κατοικείται εποχιακά από κτηνοτρόφους. Το άλλο, που είναι τελείως βραχώδες, βρίσκεται στον κόλπο της Καλλονής στη Λέσβο. * * * το (Μ… …   Dictionary of Greek

  • βαλς — (γαλλ. valse, γερμ. waltz). Χορός σε χρόνο τριών τετάρτων, που άνθησε τον 19o αι. Μακρινοί του πρόγονοι είναι οι γερμανικοί χοροί αλμάντ, λέντλερ κλπ., που ίσως ερμηνεύονταν με πιο ελεύθερο τρόπο. Ο όρος προέρχεται από το γερμανικό ρήμα walzen,… …   Dictionary of Greek

  • γελαστός — ή, ό (Α γελαστός, ή, όν) νεοελλ. 1. αυτός που έχει χαρούμενη, εύθυμη έκφραση στο πρόσωπο 2. (για πράγματα) ο φαιδρός, ο χαρωπός αρχ. ο άξιος για γέλια, ο γελοίος …   Dictionary of Greek

  • γλέντι — το 1. διασκέδαση με φαγητό, ποτό και τραγούδι («έφαγε τα λεφτά του στα χαρτιά και στα γλέντια») 2. η εύθυμη διάθεση από αστεία γεγονότα ή λόγια («ήτανε γλέντι να τόν ακούς»). [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητικός σχηματισμός από το ρ. γλεντώ] …   Dictionary of Greek

  • γλεντοκόπι — και γλεντοκόπημα, το [γλεντοκοπώ] 1. συνεχής διασκέδαση («το γλεντοκόπι τού γάμου») 2. η εύθυμη, αμέριμνη διάθεση («τής χαράς το γλεντοκόπι, τού καημού το μαύρο κλάμα») …   Dictionary of Greek

  • διάχυση — Η έκχυση, η διασκόρπιση αλλά και η φθορά· η χαλάρωση ή η εύθυμη εκδήλωση. (Ιατρ.) Τεχνική για την αφαίρεση ουσιών από το αίμα με χρήση μιας μεμβράνης, μέσω της οποίας διέρχονται οι διάφορες ουσίες με διαφορετικούς ρυθμούς. Η διαδικασία… …   Dictionary of Greek

  • διακόσμηση — Ο εξωραϊσμός, το στόλισμα, η επίθεση στολιδιών σε ένα οικοδόμημα. Δ. χαρακτηρίζεται οτιδήποτε συμπληρώνει τη βασική κατασκευή ενός κτιρίου, στολίζοντας ή εμπλουτίζοντας την εξωτερική ή εσωτερική επιφάνειά του. Αυτό δεν σημαίνει ότι η δ. έχει… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”